- ετερόθροος
- ἑτερόθροος, -οον (Α)1. ξενόγλωσσος, αλλόγλωσσος2. εκείνος που ηχεί διαφορετικά από πρώτα3. (για την ηχώ) αυτός που παράγει κι άλλο ήχο, διπλό ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -θροος (< θρους «θόρυβος, φήμη»)].
Dictionary of Greek. 2013.